- παρασκαίρω
- Ασκιρτώ, πηδώ κοντά ή στο πλάι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σκαίρω «πηδώ, σκιρτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαρασκαίρω — Α πηδώ, σκιρτώ κοντά σε κάποιον μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρασκαίρω «πηδώ κοντά»] … Dictionary of Greek